- αμμοδίαιτος
- ος , ον песчаный, живущий в песке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμμοδίαιτος — η, ο (για ψάρια) αυτός που ζει στην άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + δίαιτα «ζωή, τρόπος ζωής, διαμονή, κατοικία»] … Dictionary of Greek
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
γεωδίαιτος — η, ο (για ζώα) αυτός που ζει μέσα στο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + διαιτος < δίαιτα «ζωή, τρόπος ζωής, διαμονή, κατοικία» (πρβλ. αμμοδίαιτος, ομοδίαιτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek